κολάσαι

κολάσαι
κολά̱σᾱͅ , κολάζω
check
fut part act fem dat sg (doric)
κολάζω
check
aor inf act
κολάσαῑ , κολάζω
check
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κολᾶσαι — κολάζω check fut part act fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλασαι — κολάζω check aor imperat mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκγίγνομαι — ἐκγίγνομαι (Α) 1. κατάγομαι από κάποιον 2. είμαι παιδί κάποιου 3. έρχομαι στη ζωή 4. προέρχομαι, παράγομαι 5. (για χρόνο) περνώ 6. απρόσ. α) επιτρέπεται, παραχωρείται («ἵν ἤν σὺ βούλῃ τὸν ἄνδρα κολάσαι τουτονί, σοὶ τοῡτο μή ἐκγένηται», Αριστοφ.)… …   Dictionary of Greek

  • κολάσ' — κολά̱σᾱͅ , κολάζω check fut part act fem dat sg (doric) κολάσαι , κολάζω check aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”